- κωδωνοκρουσία
- ησυνεχής κρούση καμπάνας ναού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -κρουσία (< κρούω), πρβλ. τυμπανο-κρουσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωδωνοκρουσία — η καμπανοκρουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλαμπάνισμα — το [κλαμπανίζω] το χτύπημα τής καμπάνας, κωδωνοκρουσία, καμπάνισμα … Dictionary of Greek
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
Σολογκούμπ, Θεόδωρος — Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρώσου ποιητή και συγγραφέα Θεόδωρου Κούσμιτς Τετερνίκοφ (1863 1927). Έγραψε πολλές ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και διηγήματα, θεωρείται αριστοτέχνης στην απεικόνιση χαρακτήρων και στην περιγραφή της τότε ρωσικής… … Dictionary of Greek